- θρίγκωμα
- θρίγκ-ωμα, ατος, τό,A coping, cornice, cj. for τριχώμασιν, J.AJ15.11.3: metaph., θ. τῆς τροφῆς, of salt, Plu.2.685b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρίγκωμα — και θρίγχωμα, τὸ (Α) [θριγκώ] 1. ακροτοίχιο 2. αλάτι … Dictionary of Greek
θρίγκωμα — coping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριγκώματα — θρίγκωμα coping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίγχωμα — θρίγχωμα, τὸ (Α) βλ. θρίγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θρίγκωμα*] … Dictionary of Greek